- ανθήρας
- οη άκρη του στήμονα των φανερόγαμων λουλουδιών, όπου υπάρχει η γύρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανθήρας — Το επάνω μέρος του στήμονα, αρκετά διαφοροποιημένο από το νήμα που τον υποβαστάζει, εκτός αν πρόκειται για άμισχους α. Οι α. έχουν διάφορα σχήματα και χρώματα, αλλά κυρίως είναι κίτρινοι, υπόλευκοι ή γκρίζοι, ανάλογα με το είδος στο οποίο… … Dictionary of Greek
ἀνθηρᾶς — ἀνθηρός flowery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηράς — ἀνθηρά̱ς , ἀνθηρός flowery fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδορραγής — ές αυτός που διαρρηγνύεται, ανοίγει προς τα μέσα («ενδορραγής ανθήρας») … Dictionary of Greek
νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… … Dictionary of Greek
συνανθηρωτός — η, ό, Ν (για άνθη) αυτός που έχει τους στήμονες και τους ανθήρες ενωμένους σε ενιαίο όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ανθήρας + κατάλ. ωτός (πρβλ. γραμμ ωτός)] … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek